ασυντήρητος

ασυντήρητος
-η, -ο (Μ ἀσυντήρητος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει τα μέσα να συντηρηθεί
μσν.
επισφαλής, αναξιόπιστος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ασυντήρητος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δε συντηρείται, που έχει εγκαταλειφθεί: Το σπίτι, όταν μείνει ασυντήρητο, καταστρέφεται. 2. αυτός που δε βοηθιέται οικονομικά: Έχει αφήσει τους γονείς του ασυντήρητους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀσυντηρήτως — ἀσυντήρητος inaccurate adverbial ἀσυντήρητος inaccurate masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσυντήρητον — ἀσυντήρητος inaccurate masc/fem acc sg ἀσυντήρητος inaccurate neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσυντηρήτου — ἀσυντήρητος inaccurate masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”